Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίδεκτος — ἐπίδεκτος, ον (Α) [επιδέχομαι] 1. αυτός που γίνεται δεκτός 2. επιδεκτικός … Dictionary of Greek
ἐπίδεκτον — ἐπίδεκτος accepted masc/fem acc sg ἐπίδεκτος accepted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)